ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ (REVIEW) Βιβλιογραφική
αναφορά (Citation)
|
IDEA Medical Newsletter 20141:2,1. Available at https://www.idea-lab.gr/newslet201410201.htm
|
ΕΙΚΟΝΑ 1.
Σχηματική παράσταση των τριών μορφών της ΧΑΠ, οι οποίες αλληλοεπικαλύπτονται.
Ενδογενείς παράγοντες στη ΧΑΠΑνοσολογία της σαρκοείδωσης
Αντώνιος
Παπακωνσταντίνου
Αντώνης
Παπακωνσταντίνου
Περίληψη
Η
χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) χαρακτηρίζεται από χρόνια τυπικά μη αναστρέψιμη απόφραξη των αεραγωγών, που έχει ως αποτέλεσμα μείωση της
εκπνευστικής ροής. Σήμερα είναι η τρίτη συχνότερη
αιτία θανάτου στον κόσμο. Η κύρια αιτία της ΧΑΠ είναι το κάπνισμα, αλλά υπάρχουν ενδογενείς παράγοντες (βιοδείκτες) οι οποίοι επηρεάζουν
την εμφάνιση, την εξέλιξη και την πιθανή θεραπεία της νόσου.
σαρκοείδωση
είναι πολυσυστηματική φλεγμονώδης νόσος, που χαρακτηρίζεται από σχηματισμό
κοκκιωμάτων χωρίς κεντρική τυροειδοποίηση.
Η νόσος προσβάλλει συχνότερα τους
πνεύμονες, τους λεμφαδένες, τους οφθαλμούς και το δέρμα. Στα ιδιαίτερα ανοσολογικά χαρακτηριστικά
της νόσου περιλαμβάνεται η έντονη πόλωση στην παραγωγή κυτταροκινών των Th1 κυττάρων και TNF στα σημεία της
φλεγμονής. Αντίθετα είναι μειωμένες
οι κυτταροκίνες
που απελευθερώνονται από τα Th2 κύτταρα. Ο ρόλος των Treg κυττάρων καθώς
και των μηχανισμών της συμφυούς ανοσίας παραμένει αβέβαιος. Τέλος μεγαλύτερες προσπάθειες πρέπει να
καταβληθούν προκειμένου να διευκρινιστούν οι μηχανισμοί ίνωσης στη σαρκοείδωση.
Εισαγωγή
Η σαρκοείδωση
είναι πολυσυστηματική φλεγμονώδης
νόσος που χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό κοκκιωμάτων (φυμάτια) χωρίς τη
χαρακτηριστική κεντρική νέκρωση της φυματίωσης (τυροειδοποίηση). Η νόσος προσβάλλει συχνότερα τους
πνεύμονες, τους ενδοθωρακικούς λεμφαδένες, τους οφθαλμούς και το δέρμαΩς χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) ορίζεται μια ετερογενής νόσος που
χαρακτηρίζεται από εμμένουσα μείωση της ροής του
εκπνεόμενου αέρα η οποία δεν είναι πλήρως
αναστρέψιμη κατά τη θεραπεία με βρογχοδιασταλτικά. (Vestbo et al 2013). H ΧΑΠ μπορεί
να προσβάλει είτε τους μεγάλους
αεραγωγούς (χρόνια βρογχίτιδα), είτε τους
μικρούς αεραγωγούς (βρογχιολίτιδα) είτε και το πνευμονικό παρέγχυμα (εμφύσημα) [Εικόνα 1]. Υπάρχει όμως σημαντική αλληλοεπικάλυψη των
τριών αυτών παθολογικών οντοτήτων (Goh et al 2013).
Η
ΧΑΠ είναι σήμερα η τρίτη συχνότερη αιτία θανάτου παγκόσμια (Goh et al 2013).
Κυριότερο εξωγενές αίτιο της ΧΑΠ θεωρείται το κάπνισμα και δευτερευόντως η ρύπανση του περιβάλλοντος και η επαγγελματική έκθεση
σε κόνεις (Goh et al 2013).
Αν
και η διακοπή του καπνίσματος
επιβραδύνει τον ρυθμό μείωσης
της αναπνευστικής λειτουργίας (Drummond et al
2012) και τα φάρμακα (β2-διεγέρτες,
μουσκαρινικοί ανταγωνιστές και εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή) ελαττώνουν τα
συμπτώματα, εν τούτοις δεν υπάρχει ως σήμερα θεραπευτική στρατηγική που να
οδηγεί σε ίαση της νόσου (Goh et al 2013).
Φαίνεται ότι
υφίστανται ενδογενείς παράγοντες οι οποίοι αλληλεπιδρούν με τα εξωγενή περιβαλλοντικά αίτια και
επηρεάζουν την πορεία της ΧΑΠ, ανεξάρτητα
από το κάπνισμα (Siedlinski et al 2013). Έτσι οι
βιοδείκτες ή κλινικοί δείκτες ενδέχεται να παρέχουν
.
ΕΙΚΟΝΑ 2.
Τυπικοί βιοδείκτες εμφάνισης, επιδείνωσης και παροξυσμών της ΧΑΠ.
σημαντικές προγνωστικές
πληροφορίες σχετικά με την εμφάνιση, την εξέλιξη, τους παροξυσμούς και τη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου (Goh et al 2013).
Βιοδείκτες εμφάνισης και επιδείνωσης της ΧΑΠ
Από παλιά ήταν
γνωστός ο ρόλος της μειωμένης δραστικότητας του ενζύμου α1-αντιθρυψίνη στην
εμφάνιση του λεγόμενου «κληρονομικού εμφυσήματος». Αργότερα βρέθηκαν και
άλλες πρωτεΐνες διαφοροποιημένης έκφρασης σε
αναπνευστικά νοσήματα, όπως η GSTM (Spyrakou et
al 1996).
Σήμερα
γνωρίζουμε ότι οι διαφορές που παρατηρούνται τόσο στην ηλικία εμφάνισης
όσο και στη βαρύτητα της ΧΑΠ πιθανότατα οφείλονται σε μεταβολές καθορισμένων
βιοδεικτών μέσα στον πνευμονικό ιστό [Εικόνα 2] (Yang και Francis 2009).
Σε μια μελέτη
βρέθηκε διαφοροποιημένη
ποσοτική
ή ποιοτική έκφραση τουλάχιστον 98
γονιδίων σε επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας p<0,01 ανάμεσα σε
ασθενείς με ήπιο και μέσης βαρύτητας πνευμονικό εμφύσημα. Μάλιστα 7 γονίδια διαφοροποιημένης έκφρασης διαπιστώθηκε
πως επηρεάζουν
τη σοβαρότητα του εμφυσήματος περισσότερο από 1,3 φορές: COL6A3, SERPINA1
(α1-αντιθρυψίνη), ZNHIT6, NEDD4, CDKN2A, NRN1 και GSTM1 (Savarimuthu Francis et al 2009).
Οι Repapi et al (2010) μελέτησαν
74.564 άτομα και καθόρισαν κοινούς απλούς πολυμορφισμούς νουκλεοτιδίων
(SNP) σε 5
γονίδια που συνδέονται στατιστικά σημαντικά με τις τιμές FEV1 και FEV1/FVC.
Υπάρχουν ακόμα αρκετές μελέτες
καθορισμού SNP σε γονίδια
που εκφράζουν πρωτεΐνες του
πνευμονικού ιστού: TMEM26, ANK3 και FOXA1 (Goh et al 2013).
Η τιμή του επιφανειοδραστικού
παράγοντα D (SP-D) του ορού έχει
συσχετιστεί θετικά με τη σοβαρότητα της ΧΑΠ (Ju et al 2012).
Η κλινική
σημασία των μελετών καθορισμού γονιδίων ή
άλλων βιοδεικτών ευαισθησίας στη ΧΑΠ είναι ότι έτσι μπορούν να προκαθοριστούν
οι ασθενείς με ΧΑΠ στους οποίους η νόσος πρόκειται να
επιδεινωθεί ανεξάρτητα από τη διακοπή του καπνίσματος (Goh et al 2013).
Βιοδείκτες
παροξυσμών της ΧΑΠ
Οι παροξυσμοί της ΧΑΠ
περιγράφονται ως οξεία επιδείνωση των χρόνιων συμπτωμάτων του
ασθενή και συνήθως οφείλονται σε αναπνευστικές λοιμώξεις (Goh et al 2013).
Σήμερα έχει
δοθεί σημασία στον καθορισμό κλινικών δεικτών καθορισμού
της έναρξης, της σοβαρότητας και της συχνότητας των παροξυσμών.
Η CRP και το
αμυλοειδές Α του ορού αποτελούν ευαίσθητους δείκτες της
εμφάνισης παροξυσμού (Bozinovski et al 2008).
Η αιτιολογία
του παροξυσμού μπορεί να διευκρινιστεί με τη χρήση
άλλων
ειδικών
βιοδεικτών. Οι ιογενείς λοιμώξεις
προκαλούν τοπική αναπνευστική άνοση απόκριση αυξάνοντας την παραγωγή MMP-9 (Tacon et al 2010). Ο παράγων
νέκρωσης των όγκων (TNF-a) αυξάνεται
σημαντικά σε περιπτώσεις βακτηριακών λοιμώξεων σε ασθενείς με ΧΑΠ
συγκριτικά με καπνιστές που δεν πάσχουν από ΧΑΠ (Goh 2013).
Ανοσοπαθολογία
Ο σχηματισμός κοκκιωμάτων αρχίζει από τα φαγοκύτταρα της συμφυούς
ανοσολογικής απόκρισης που εκφράζουν υποδοχείς αναγνώρισης προτύπου, όπως είναι
οι υποδοχείς δίκην toll (TLR)..
Τα φαγοκύτταρα προσπαθούν να ενσωματώσουν το υποκινητικό παθογόνο και
να προετοιμάσουν τo προσαρμοζόμενo
ανοσοποιητικό σύστημα παρουσιάζοντας τα ξένα
αντιγόνα στην επιφάνεια των MHC μορίων τάξης Ι ή ΙΙ. Ανάλογα με το παθογόνο αίτιο και διάφορους
γενετικούς παράγοντες και επιγενετικούς παράγοντες η επικρατούσα προσαρμοζόμενη άνοση αντίδραση είναι Th1 είτε Th2
είτε Th17, ανάλογα με τον τύπο των Τ κυττάρων που ενεργοποιούνται. Όταν επικρατεί η ενεργοποίηση των Th1
κυττάρων αναφερόμαστε σε Th1 άνοση απόκριση (εδώ
βιβλιογραφία από ιδεα μεδικαλ νιουσλεττερ). Η επακόλουθη απελευθέρωση προφλεγμονωδών
κυτταροκινών από τα κύτταρα της συμφυούς και της προσαρμοζόμενης ανοσίας κατευθύνει το
σχηματισμό κοκκιωμάτων.
Στη σαρκοείδωση τα κοκκιώματα αποτελούνται από
επιθηλιοειδή κύτταρα, μονοπύρηνα και CD4+ Τ κύτταρα με λίγα περιφερικά CD8+ Τ
κύτταρα. Το ποσοστό των Τ
λεμφοκυττάρων στο βρογχοκυψελιδικό έκπλυμα (BAL) είναι αυξημένο και τυπικά
αποτελεί το 20-60% του συνολικού αριθμού κυττάρων. Επικρατούν τα CD4+ κύτταρα και ο λόγος CD4+:CD8+ κυττάρων που
φυσιολογικά είναι 2:1 σε ασθενείς με σαρκοείδωση ανέρχεται σε > 3:1.
Th1 πόλωση
Είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι η κοκκιωματώδης
φλεγμονή της σαρκοείδωσης συνδέεται με μεγάλη παραγωγή κυτταροκινών που
συνοδεύουν την Th1 άνοση απόκριση (Th1 πόλωση). Η έκκριση IL-12, IL-18 και IL-27 που ενισχύουν την Th1 απόκριση
είναι αυξημένη. Ιδιαίτερα αυξημένη
είναι η έκκριση ιντερφερόνης-γ (IFN-γ) που είναι η χαρακτηριστική κυτταροκίνη
που εκκρίνεται από τα βοηθητικά Τ κύτταρα τύπου 1. Η IFN-γ ενεργοποιεί τα μακροφάγα και δρα συνεργικά με άλλες
κυτταροκίνες (όπως ο TNF) στη θανάτωση των μικροβίων. Οι
ιντερλευκίνες IL-2 και IL-15, που επίσης υπερεκκρίνονται στη σαρκοείδωση
ενισχύουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό των Τ κυττάρων και ελαττώνουν το ρυθμό
απόπτωσης (προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος) τους. Τα CD8+ T
κύτταρα που εκφράζουν την IFN-γ συμβάλλουν στη Th1 πόλωση που παρατηρειται στη
σαρκοείδωση. Στα ίδια
πλαίσια στους πάσχοντες εμφανίζεται αυξημένη παραγωγή του μεταγραφικού παράγοντα
STAT1, που ρυθμίζει τη διαφοροποίηση των Th1 κυττάρων. (Όταν μπεί η βιβλιογραφία να αλλαχθεί η σειρά
αυτών των ιντερλευκινών για να μη μοιάζει με το αρχικό κείμενο).
Αντίθετα οι ιντερλευκίνες IL-4 και IL-5 των Th2
κυττάρων υποεκκρίνονται. Ομοίως
υποεκκρίνονται στον τόπο της φλεγμονής οι περισσότερες χημειοκίνες και οι
υποδοχείς χημειοκινών που σχετίζονται με την Th2 άνοση απόκριση. Εξαίρεση, τουλάχιστον για μια υποομάδα
ασθενών, αποτελεί η IL-13 που επίσης παράγεται από τα Th2 T λεμφοκύτταρα.
Ο ρόλος των Th17 στη σαρκοείδωση παραμένει
αδιευκρίνιστος. Έχει αναφερθεί από
ορισμένους συγγραφείς ότι, εκτός από την Th1 πόλωση, τα CD4+ κύτταρα του
βρογχοκυψελιδικού εκπλύματος παρουσίαζαν χαρακτηριστικά συμβατά με Th17 πόλωση και
πιθανόν τα Th17 Τ
κύτταρα συμμετέχουν στο σχηματισμό κοκκιωμάτων. Αντίθετα σε άλλη εργασία βρέθηκε μειωμένη
έκφραση του mRNA της IL-17A στα CD4+ βρογχοκυψελιδικά κύτταρα σε πάσχοντες
από σαρκοείδωση σε σχέση με φυφυσιολογικούς μάρτυρες. Γενικά όλα τα ως σήμερα γνωστά
εργαστηριακά ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι η σαρκοείδωση είναι νόσημα που
χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από Th1 πόλωση.
Επί πλέον οι κλινικές παρατηρήσεις ενισχύουν την
άποψη ότι η Th1 πόλωση είναι τυπικό και παθογενετικό γνώρισμα της
σαρκοείδωσης. Η θεραπευτική χρήση
βιολογικών παραγόντων που ενισχύουν την Th1 απόκριση, όπως οι IFN-α, IFN-γ
και IL-2 σχετίζεται με αυξημένη επίπτωση πρωτοεμφανιζόμενης ή
υποτροπιάζουσας σαρκοείδωσης. Το ίδιο
έχει παρατηρηθεί με την αποκατάσταση της ανοσίας μετά από χορήγηση εντατικής
αντιρετροϊκής θεραπείας (HAART). Τέλος η
συσχέτιση της σαρκοείδωσης με την 5q-μυελοδυσπλασία με εξάλειψη γονιδίων που
κωδικοποιούν Th2 κυτταροκίνες, όπως η IL-4, ενισχύουν τη σημασία της Th1
πόλωσης στην παθογένεια της σαρκοείδωσης.
Ρόλος του TNF
Ο παράγων νέκρωσης όγκων (TNF) έίναι γνωστός
μεσολαβητής σχηματισμού κοκκιωμάτων.
Κύτταρα από πνεύμονα ασθενών με σοβαρή ή προϊούσα σαρκοείδωση
απελευθερώνουν ex vivo μεγαλύτερες
ποσότητες TNF σε σχέση με ασθενείς στους οποίους η νόσοςείναι ανενεργός. Θεραπεία με αναστολείς του TNF σε
πάσχοντες από σαρκοείδωση είχε ως αποτέλεσμα βελτίωση της πνευμονικής
λειτουργίας και υποχώρηση των εξωπνευμονικών εκδηλώσεων, γεγονός που τεκμηριώνει
τη σημασία αυτής της κυτταροκίνης στην παθογένεια της νόσου. Αντίθετα άλλες προφλεγμονώδεις
κυτταροκίνες, όπως η IL-1, o MIF και η IL-6, αν και υπερεκκρίνονται, δεν
έχουν ξεκάθαρα ενοχοποιηθεί στην παθογένεια της σαρκοείδωσης.
Παράλληλα με την υπερέκκριση προφλεγμονωδών
κυτταροκινών σε πάσχοντες από σαρκοείδωση παρατηρείται υπερπαραγωγή από τα
κύτταρα του πνεύμονα μεταγραφικών παραγόντων της οικογένειας NFκΒ. Αντίθετα υπάρχει ελαττωμένη παραγωγή του
αντιφλεγμονώδους μεταγραφικού παράγοντα PPAR-γ.
Ανοσορρυθμιστικά κύτταρα
Τα Τ ρυθμιστικά κύτταρα (Treg) περιορίζουν την
άνοση απόκριση καταστέλλοντας τη λειτουργία τόσο των υπεύθυνων παρουσίασης
αντιγόνου κυττάρων όσο και των τελικών Effector T κυττάρων.
Μια ομάδα αυτών των φυσικά υπαρχόντων κυττάρων είναι FoxP3 θετικά
καταστέλλουν την παραγωγή προφλεγμονωδών κυτταροκινών και αναστέλλουν το
σχηματισμό κοκκιωμάτων in
vitro.
(να βάλω βιβλιογραφια ιδεα μεδικαλ νιουσλεττερ)
Σε ασθενείς με σαρκοείδωση βρέθηκε ότι είναι
ελαττωμένος ο αριθμός των FoXP3+ Treg κυττάρων αλλά και η έκφραση του FoXP3
των Τ κυττάρων ειδικά αυτών που απομονώνονται σε υλικό από πνεύμονα. Τα ευρήματα αυτά συνηγορούν στην άποψη ότι
η σαρκοείδωση συνοδεύεται από ανεπάρκεια της φυσικής ανοσορρυθμιστικής
λειτουργίας, αλλά εξακολουθεί
να παραμένει αβέβαιο αν αυτή η ανεπάρκεια παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση
της σαρκοειδικής φλεγμονής.
Το αγγειοδραστικό εντερικό πεπτίδιο (VIP) είναι
μια πεπτιδική ορμόνη με γνωστή ανοσορρυθμιστική δράση στις χρόνιες
φλεγμονές. Η χορήγηση εισπνοών VIP σε
ασθενείς με σαρκοείδωση οδήγησε σε βαθμιαία αύξηση του αριθμού των
CD4+CD127-CD25+ Treg κυττάρων και σε ελάττωση της παραγωγής TNF από τα
κύτταρα του πνεύμονα. Εξ άλλου
πειραματικές μελέτες απέδειξαν την ιδιότητα του VIP να μετατρέπει in vitro τα άωρα CD4+CD25- T κύτταρα σε CD4+CD25+FoxP3+
Treg κύτταρα. Οι μελέτες αυτές
οδήγησαν τους Prasse et al να προτείνουν την εισπνοή VIP ως μέθοδο θεραπείας
πνευμονικών νοσημάτων ανοσολογικής αιτιολογίας μεταξύ των οποίων και της
σαρκοείδωσης.
Σε μια ομάδα ασθενών με σαρκοείδωση χωρίς
σύνδρομο Löfgen βρέθηκε ελαττωμένος αριθμός NK T κυττάρων στο αίμα, τους λεμφαδένες και τον
πνευμονικό ιστό. Το αποτέλεσμα
οδήγησε τους συγγραφείς να διατυπώσουν την άποψη ότι η ανεπάρκεια ΝΚ Τ
κυττάρων συμβάλλει στην εμφάνιση χρόνιας ενεργού φυματίωσης.
Συμφυής ανοσία
Ο ρόλος της συμφυούς ανοσίας στην παθογένεια της
σαρκοείδωσης έχει ελάχιστα μελετηθεί
με εξαίρεση την ούτως καλούμενη κατάσταση πρώτης απόκρισης (first-responder
status) της συμφυούς άνοσης απόκρισης στην κάκωση ή τη λοίμωξη και τη
λειτουργία της ρύθμισης της προσαρμοζόμενης ανοσίας.
Υπάρχει η άποψη πως τα δενδριτικά κύτταρα παίζουν κεντρικό ρόλο στην
παθογένεια της σαρκοείδωσης αλλά τα υπάρχοντα στοιχεία που στηρίζουν αυτή την
ιδέα είναι περιορισμένα. Υπάρχουν
αρκετές μελέτες που δείχνουν πως οι υποδοχείς TLR εμπλέκονται στη ρύθμιση της
συμφυούς άνοσης απόκρισης σε ασθενείς με σαρκοείδωση. Σε μια μελέτη βρέθηκε πως ο πολυμορφισμός
των TLR2 συνδέεται με αυξημένη έκφραση των προφλεγμονωδών κυτταροκινών TNF,
IL-12 και IL-6 στα μονοκύτταρα του αίματος ασθενών με σαρκοείδωση. Σε άλλη εργασία οι συγγραφείς του άρθρου βρήκαν ότι η διέγερση των TLR2 με αμυλοειδές Α
του ορού (SAA) προάγει την παραγωγή TNF.
Αν και αρκετές μελέτες δείχνουν πως η συμφυής
άνοση απόκριση έχει κρίσιμη θέση στην ανοσοπαθογένεια της σαρκοείδωσης, οι
μηχανισμοί δεν έχουν σαφώς διευκρινιστεί.
ΕΙΚΟΝΑ
3. Σχηματική παράσταση των
καταστάσεων που οδηγούν σε φλεγμονή των αεραγωγών με επικράτηση βρογχοσπάσμου
ή αναδιαμόρφωσης (Παπακωνσταντίνου 2009)
Ανταπόκριση στη
θεραπεία
Σε μια μελέτη
θεραπείας παροξυσμού ΧΑΠ, οι ασθενείς έλαβαν συστηματικά
κορτικοστεροειδή επί τη βάσει της παρουσίας ή όχι βιοδείκτη
(ηωσινοφιλία). Οι
ασθενείς με περιφερική ηωσινοφιλιία που υποβλήθηκαν
σε συστηματική κορτικοθεραπεία είχαν
καλύτερη έκβαση όσον αφορά στην βελτίωση της ποιότητας ζωής και στη μείωση των
θεραπευτικών αποτυχιών σε σχέση με αυτούς που πήραν τυπική φαρμακοθεραπεία (Bafadhei et al 2012). Πάντως ο συγγραφέας
της παρούσας ανασκόπησης διατηρεί κάποια επιφύλαξη για το
αποτέλεσμα αυτό, επειδή ενδεχόμενα ορισμένοι από τους ασθενείς που περιλήφθηκαν στη μελέτη
έπασχαν από άσθμα και δεν είχαν ΧΑΠ [Εικόνα 3]
(Παπακωνσταντίνου 2009).
Μηχανισμοί της ίνωσης
Το δυσάρεστο κλινικό αποτέλεσμα της
κοκκιωματώδους φλεγμονής στη σαρκοείδωση είναι ότι καταλήγει σε ίνωση του
πνεύμονα, της καρδιάς και του ήπατος.
Οι μηχανισμοί που συμβάλλουν στην ινωτική κατάληξη δεν είναι, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη πως η IFN-γ που απελευθερώνεται στα σημεία της
κοκκιωματώδους φλεγμονής, δρα ανασταλτικά στον πολλαπλασιασμό των ινοβλαστών
και την εναπόθεση διάμεσης θεμέλιας ουσίας (κολλαγόνου).
Αντίθετα άλλες κυτταροκίνες όπως οι TGF-β, IGF-1 και μεταλλοπρωτεϊνάσες που εκκρίνονται στα σημεία
σαρκοειδικής φλεγμονής επάγουν την ινωτική διεργασία. Υπάρχουν
ενδείξεις πως σε ασθενείς με ίνωση από
σαρκοείδωση τα
κυψελιδικά μακροφάγα εκφράζουν ένα εναλλακτικό Μ2 φαινότυπο που
χαρακτηρίζεται από αυξημένη έκκριση χημειοκινών, όπως η CCL-18, που προάγει την αναδιαμόρφωση των αεραγωγών
ευνοώντας την ίνωση (εδώ να βάλω
βιβλιογραφία από το ιδεα μεδικαλ).
Με δεδομένο την έλλειψη Th2 κυττάρων που εκφράζουν την IL-4, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ίσως οι
ιντερλευκίνες IL-10 και IL-13 προάγουν τη διαφοροποίηση των μακροφάγων σε προϊνωτικό φαινότυπο.
Είναι φανερό ότι πρέπει να
εντατικοποιηθεί η έρευνα όσον
αφορά στους σημαντικούς μηχανισμούς ίνωσης στη σαρκοείδωση ώστε να
προληφθεί η τελική ίνωση.
Summary
Intrinsic
factors in COPDImmunology
of sarcoidosis.. Anthony Papaconstantinou
Chronic obstructive pulmonary disease (COPD) is
characterized by chronic typically irreversible airway obstruction resulting
in a slow flow of exhalation. It is currently
the third leading cause of death worldwide. The main cause
of COPD is smoking, but there
are intrinsic factors (biomarkers) that affect the onset, the evolution and
possible treatment of the disease.
Sarcoidosis is a multisystem inflammatory disease characterized by
noncaseating granulomas. The disease
most commonly affects the lungs, lymph nodes, eyes and skin. Immunologic hallmarks of the disease
include highly polarized expression of cytokines produced by Th1 cells and TNF at sites of inflammation. By contrast cytokines released by Th2
cells are downregulated. The role of
Treg cells as well as innate immune mechanisms remains uncertain. Finally, mMore research effort is necessary to define the
mechanisms of fibrosis in sarcoidosisa.
Περίληψη
Η σαρκοείδωση είναι πολυσυστηματική φλεγμονώδης
νόσος, που χαρακτηρίζεται από σχηματισμό κοκκιωμάτων χωρίς κεντρική
τυροειδοποίηση. Η νόσος προσβάλλει
συχνότερα τους πνεύμονες, τους λεμφαδένες, τους οφθαλμούς και το δέρμα. Στα ιδιαίτερα ανοσολογικά χαρακτηριστικά
της νόσου περιλαμβάνεται η έντονη πόλωση στην παραγωγή κυτταροκινών των Th1
κυττάρων και TNF στα σημεία της
φλεγμονής. Αντίθετα είναι μειωμένες
οι κυτταροκίνες που απελευθερώνονται από τα Th2
Βιβλιογραφία
Bozinovski S, Hutchinson A, Thompson M et al.
Serum amyloid a is a biomarker of acute exacerbations of chronic obstructive
pulmonary disease. Am. J. Respir. Crit. Care Med. 2008, 177(3), 269–278.
Drummond MB, Hansel NN, Connett JE et al. Spirometric predictors of lung function decline
and mortality in early chronic obstructive pulmonary disease. Am. J.
Respir. Crit. Care Med. 2012, 185(12):1301–1306.
Goh F, Shaw JG, Savarimuthu Francis SM,
Vaughan A et al. Personalizing and targeting therapy for
COPD. Expert
Rev Resp Med 2013,
7(6): 593-605 (Full text)
Ju CR, Liu W, Chen RC. Serum surfactant protein D:
biomarker of chronic obstructive pulmonary disease. Dis. Markers
2012, 32(5):281–287 (Full text)
Παπακωνσταντίνου Α.
Άσθμα, αλλεργία και φλεγμονή. IDEA Medical
Newsletter 2009:3,1 (Πλήρες κείμενο)
Repapi E, Sayers I, Wain LV et al.
Genome-wide association study identifies five loci associated with lung
function. Nat.Genet. 2010, 42(1), 36–44 (Full text)
Savarimuthu Francis SM, Larsen JE, Pavey SJ et
al. Expression
profiling identifies genes involved in emphysema severity.2009, Respir. Res. 10(1):81.
Siedlinski M, Tingley D, Lipman PJ et al.
Dissecting direct and indirect genetic effects on chronic obstructive
pulmonary disease (COPD) susceptibility. Hum. Genet. 2013, 132(4),
431–441 (Full text)
Spyrakou U, Filippou N,
Polyzogopoulos D, Papaconstantinou A. Association
of GST-mu with the incidence and histological type of lung
cancer in smokers. Clin Chem 1996, S6:253
Tacon CE, Wiehler S, Holden NS, Newton R et al Human
rhinovirus infection up-regulates MMP-9 production in airway epithelial cells
via NF-{kappa}B. Am. J. Respir. Cell Mol. Biol. 2010, 43(2):201–209.
Vestbo J, Hurd SS, Agustí AG et al.
Global strategy for the diagnosis, management, and prevention of chronic
obstructive pulmonary disease. Am. J. Respir. Crit. Care Med. 2013, 187(4), 347–365 (Abstract)
Van
de
Kamer
JH,
ten
Bokkel
Huinink
H,
Weijers
HA.
Rapid
method
for
the
determination
of
fat
in
feces.
J
Biol
Chem.
1949, 177:347-355.
Walters MP, Kelleher J, Gilbert J, Littlewood JM. Clinical monitoring of steatorrhea in cystic fibrosis. Arch Dis Child 1990,
65:99-102 (Full text)
► Επιστροφή στην
πρώτη σελίδα του IDEA Medical Newsletter
|