ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ (REVIEW) Βιβλιογραφική
αναφορά (Citation)
|
IDEA Medical Newsletter 20181:32,1. Available at https://www.idea-lab.gr/newslet2018103201.htm
|
Εικόνα 1. Borrelia
burgdorferi (Χρώση Gram)
Εργαστηριακή διάγνωση
της νόσου LymeΑνοσολογία
της σαρκοείδωσης
Ουρανία
Σπυράκου –Αντώνης
Παπακωνσταντίνου
Ιατρικά
Διαγνωστικά Εργαστήρια (Αθήνα)
ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ
ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ ΟΡΩΝ & ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ
|
αλληλουχία νουκλεϊνικού
οξέος επόμενης γενιάς (NGS)
|
next generation
nucleic acid sequencing (NGS)
|
δοκιμασία μεταμόρφωσης λεμφοκυττάρων (LTT)
|
lymphocyte transformation test (LTT)
|
δοκιμασία ανοσοδιέγερσης μνημονικών λεμφοκυττάρων
(MELISA)
|
memory lymphocyte
immunostimulation assay (MELISA)
|
μεταναστευτικό
ερύθημα (EM)
|
erythema
migrans (EM)
|
πρωτεΐνη εξωτερικής
επιφάνειας (Osp)
|
outer surface
protein (Osp)
|
Περίληψη
Περίληψη
Η σαρκοείδωση είναι
πολυσυστηματική φλεγμονώδης νόσος, που χαρακτηρίζεται από σχηματισμό
Η νόσος Lyme είναι
λοίμωξη που προκαλείται από βακτήρια του γένους των μπορρελιών και
μεταδίδεται με δήγμα κρότωνα. Η εργαστηριακή διάγνωση σήμερα βασίζεται κατά κύριο
λόγο στην ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων με ELISA και
ανοσοαποτύπωση, μεθόδων που έχουν σχετικά μικρή ευαισθησία. Νεώτερες βελτιωμένες διαγνωστικές τεχνικές είναι στην Ευρώπη η δοκιμασία διέγερσης
λεμφοκυττάρων LTT-MELISA και στις ΗΠΑ
η αλληλουχία επόμενης γενιάς (NGS).
κοκκιωμάτων χωρίς κεντρική
τυροειδοποίηση. Η νόσος προσβάλλει
συχνότερα τους πνεύμονες, τους λεμφαδένες, τους οφθαλμούς και το δέρμα. Στα ιδιαίτερα ανοσολογικά χαρακτηριστικά
της νόσου περιλαμβάνεται
η έντονη πόλωση στην παραγωγή κυτταροκινών των Th1 κυττάρων και TNF στα σημεία της
φλεγμονής. Αντίθετα είναι μειωμένες
οι κυτταροκίνες που απελευθερώνονται από τα Th2 κύτταρα. Ο ρόλος των Treg κυττάρων καθώς
και των μηχανισμών της συμφυούς
ανοσίας παραμένει αβέβαιος. Τέλος
μεγαλύτερες προσπάθειες πρέπει να καταβληθούν προκειμένου να διευκρινιστούν
οι μηχανισμοί ίνωσης στη σαρκοείδωση.
Η νόσος LymeΕισαγωγή
Η νόσος Lyme είναι λοίμωξη
που προκαλείται από Gram αρνητικά βακτήρια της τάξης των
σπειροχαιτιακών, του γένους Borrelia, κατά κύριο
λόγο τη Borrelia
burgdorferi [εικόνα 1] στη Β. Αμερική (αλλά και στην
Ευρώπη). Στην Ασία και την
Ευρώπη για τη λοίμωξη ευθύνονται κυρίως η B.
afzelii και η B.
garinii (Sleigh 2018).
Η λοίμωξη
μεταδίδεται με κρότωνες (τσιμπούρια) του γένους Ixodes.
Ο
φυσικός ξενιστής είναι μικρά τρωκτικά. Ο άνθρωπος μολύνεται από δήγμα μολυσμένου
κρότωνα (Δίζα-Ματαυτσή 1999)
Τυπικά η
νόσος εμφανίζει τρία στάδια.
Το στάδιο 1 εντοπίζεται
στο σημείο του δήγματος και χαρακτηρίζεται από το
τυπικό εξάνθημα οφθαλμού ταύρου (bull’s eye rash) ή
μεταναστευτικό ερύθημα (erythema migrans ή EM) [εικόνα 2].
Κατά το στάδιο 2 ή
στάδιο πρώιμης διασποράς η σπειροχαίτη εισέρχεται στην
κυκλοφορία λίγες ημέρες ή εβδομάδες μετά το δήγμα και διασπείρεται
αιματογενώς σε διάφορα όργανα. Κατά το
στάδιο αυτό εμφανίζονται δερματικά εξανθήματα μακριά από
το σημείο του δήγματος (Dandache και Nadelman 2008) καθώς και συμπτώματα από
διάφορα όργανα και ειδικότερα νευρολογικά ή ψυχιατρικά (Chabria και Lawrason
2007, Halperin 2008).
Το στάδιο της
όψιμης διασποράς (στάδιο 3) εμφανίζεται αρκετούς μήνες αργότερα όταν η λοίμωξη έχει
επεκταθεί σε όλο το σώμα. Στο
στάδιο αυτό ο ασθενής που δεν έχει υποβληθεί σε θεραπεία ή έχει
λάβει ανεπαρκή θεραπευτική αγωγή παρουσιάζει
χρόνια
σοβαρά συμπτώματα ή αναπηρίες (Sleigh 2018).
Εικόνα 2. Τυπικό εξάνθημα
οφθαλμού ταύρου (μεταναστευτικό ερύθημα) στη δεξιά
ωμοπλάτη νέας γυναίκας. Το εξάνθημα της νόσου
Lyme δεν έχει πάντοτε αυτή την τυπική μορφή και ένα
ποσοστό περίπου 25% των πασχόντων δεν εμφανίζει καθόλου εξάνθημα (Sleigh 2018)
Η θεραπεία με
αντιβιοτικά είναι συνήθως αποτελεσματική αν εφαρμοστεί στο αρχικό στάδιο της εντοπισμένης
μορφής της νόσου, αλλά η αποτελεσματικότητα μειώνεται όσο η
διάγνωση καθυστερεί. Δυστυχώς 25% περίπου
των πασχόντων δεν εμφανίζουν το τυπικό εξάνθημα οφθαλμού ταύρου και τα
συμπτώματα είναι ποικίλα και ακαθόριστα. Αν εμφανιστούν εβδομάδες
ή μήνες αργότερα, είναι
δύσκολο να συσχετισθούν με το δήγμα του κρότωνα (Sleigh
2018). Γι αυτό σε
όλες τις περιπτώσεις κλινικής υποψίας για νόσο Lyme και ιδιαίτερα
όταν δεν υφίσταται
μεταναστευτικό ερύθημα απαιτείται εργαστηριακός έλεγχος.
Εργαστηριακή διάγνωση
Η διάγνωση λοίμωξης από Borrelia εργαστηριακά
γίνεται με τις εξής μεθόδους:
(α)
Μικροσκοπική παρατήρηση των σπειροχαιτών σε άμεσα
παρασκευάσματα από ιστούς, όπως το
δέρμα, μετά από χρώση. Οι μπορρέλιες είναι Gram αρνητικά βακτηρίδια [εικόνα 1]. Κατά τη χρώση των παρασκευασμάτων όμως
χρησιμοποιείται κυρίως η χρώση Giemsa ή άλλες
ειδικές χρωστικές γιατί με αυτές οι μπορρέλιες διαγράφονται
καλύτερα (Δίζα-Ματαυτσή 1999).
Η μικροσκοπική εξέταση έχει μικρή ευαισθησία, γι αυτό και ελάχιστα εφαρμόζεται
σήμερα.
(β) Καλλιέργεια. Το βακτήριο καλλιεργείται
και απομονώνεται από το δέρμα και άλλους ιστούς σε ειδικά θρεπτικά υλικά BSK-II. Πολύ δύσκολα
και σε λίγες περιπτώσεις απομονώνεται από το αίμα. H B. burgdorferi αναπτύσσεται βραδέως
και η καλλιέργεια θεωρείται αρνητική μετά από 6 εβδομάδες τουλάχιστον
(Δίζα-Ματαυτσή 1999).
(γ) Ανοσολογικές
μέθοδοι. Ο έλεγχος για
ειδικά αντισώματα γίνεται σήμερα μέσω
προσέγγισης δύο επιπέδων (two-tiered), ξεκινώντας με μια ευαίσθητη ELISA, η
οποία, εάν είναι θετική ή αμφίβολη, ακολουθείται από ανοσοαποτύπωση
(immunoblotting) μεγαλύτερης ειδικότητας. Ωστόσο, η
συνολική ευαισθησία του ελέγχου δύο επιπέδων είναι μόλις
64% όταν οι εξετάσεις γίνονται στα
αρχικά στάδια της μόλυνσης, τότε δηλ. όταν απαιτείται η ακριβής
διάγνωση. Έτσι, λόγω ακριβώς αυτών των
διαγνωστικών περιορισμών, ο επιπολασμός της νόσου Lyme ενδέχεται
είναι
να είναι πολύ υψηλότερος από ό,τι εκτιμάται σήμερα (Sleigh 2018).
(δ) Νεώτερες
τεχνικές. Με την αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης και τη
γεωγραφική εξάπλωση της νόσου, απαιτούνται καλύτερες μέθοδοι για τη
διάγνωση, ιδίως στα αρχικά στάδια της μόλυνσης. Οι έρευνες εστιάζουν κυρίως σε μεθόδους PCR
καθώς και στην ανίχνευση αντιγόνων Borrelia της ομάδας
Osp,
που απεκκρίνονται στα ούρα (Sleigh 2018).
Μια νέα προτυποποιημένη δοκιμασία
ανοσοδιέγερσης λεμφοκυττάρων (LTT-MELISA) που χρησιμοποιεί αντιγόνα από μπορρέλιες άλλες
πλην της B. burgdorferi έχει αναπτυχθεί και προτείνεται ως συμπληρωματική
διαγνωστική μέθοδος σε αμφίβολα περιστατικά λοιμώξεων που έχουν
εμφανιστεί στην Ευρώπη (Valentine-Thon et al 2007)
Στις ΗΠΑ η
αλληλουχία επόμενης γενιάς (NGS) έχει χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό διαφόρων παθογόνων
καθώς και για την
επιλογή των θεραπευτικών αποφάσεων. Με τις νεώτερες τεχνολογικές
εξελίξεις που καθιστούν τη μέθοδο NGS ταχύτερη και
φθηνότερη, θα μπορούσε τελικά να γίνει το επόμενο χρυσό πρότυπο (gold
standard) όσον αφορά στη διάγνωση της νόσου Lyme (Sleigh 2018).
σαρκοείδωση είναι
πολυσυστηματική φλεγμονώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό
κοκκιωμάτων (φυμάτια) χωρίς τη χαρακτηριστική κεντρική νέκρωση της φυματίωσης
(τυροειδοποίηση). Η νόσος προσβάλλει
συχνότερα τους πνεύμονες, τους ενδοθωρακικούς λεμφαδένες, τους οφθαλμούς και το δέρμα.
Ανοσοπαθολογία
Ο σχηματισμός κοκκιωμάτων αρχίζει από τα
φαγοκύτταρα της συμφυούς ανοσολογικής απόκρισης που εκφράζουν υποδοχείς
αναγνώρισης προτύπου, όπως είναι οι υποδοχείς δίκην toll
(TLR).. Τα φαγοκύτταρα προσπαθούν να
ενσωματώσουν το υποκινητικό παθογόνο και να προετοιμάσουν τo προσαρμοζόμενo ανοσοποιητικό
σύστημα παρουσιάζοντας τα ξένα αντιγόνα στην επιφάνεια των MHC μορίων τάξης Ι
ή ΙΙ. Ανάλογα με το παθογόνο αίτιο
και διάφορους γενετικούς παράγοντες και επιγενετικούς παράγοντες η επικρατούσα προσαρμοζόμενη άνοση αντίδραση είναι Th1 είτε Th2
είτε Th17, ανάλογα με τον τύπο των Τ κυττάρων που ενεργοποιούνται. Όταν επικρατεί η ενεργοποίηση των Th1
κυττάρων αναφερόμαστε σε Th1 άνοση απόκριση (εδώ
βιβλιογραφία από ιδεα μεδικαλ νιουσλεττερ). Η επακόλουθη απελευθέρωση προφλεγμονωδών
κυτταροκινών από τα κύτταρα της συμφυούς και της προσαρμοζόμενης ανοσίας κατευθύνει το
σχηματισμό κοκκιωμάτων.
Στη σαρκοείδωση τα κοκκιώματα αποτελούνται από
επιθηλιοειδή κύτταρα, μονοπύρηνα και CD4+ Τ κύτταρα με λίγα περιφερικά CD8+ Τ
κύτταρα. Το ποσοστό των Τ
λεμφοκυττάρων στο βρογχοκυψελιδικό έκπλυμα (BAL) είναι αυξημένο και τυπικά
αποτελεί το 20-60% του συνολικού
αριθμού κυττάρων. Επικρατούν τα CD4+ κύτταρα και ο λόγος CD4+:CD8+ κυττάρων που
φυσιολογικά είναι 2:1 σε ασθενείς με
σαρκοείδωση ανέρχεται σε
> 3:1.
Th1 πόλωση
Είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι η κοκκιωματώδης φλεγμονή της σαρκοείδωσης
συνδέεται με μεγάλη παραγωγή κυτταροκινών που συνοδεύουν την Th1 άνοση
απόκριση (Th1 πόλωση). Η έκκριση
IL-12, IL-18 και IL-27 που ενισχύουν την Th1 απόκριση είναι αυξημένη. Ιδιαίτερα αυξημένη είναι η έκκριση
ιντερφερόνης-γ (IFN-γ) που είναι η χαρακτηριστική κυτταροκίνη που εκκρίνεται
από τα βοηθητικά Τ κύτταρα τύπου 1. Η
IFN-γ ενεργοποιεί τα μακροφάγα και δρα συνεργικά με άλλες κυτταροκίνες (όπως
ο TNF) στη θανάτωση των μικροβίων. Οι ιντερλευκίνες IL-2 και IL-15, που
επίσης υπερεκκρίνονται στη σαρκοείδωση ενισχύουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό
των Τ κυττάρων και ελαττώνουν το ρυθμό απόπτωσης (προγραμματισμένος
κυτταρικός θάνατος) τους. Τα CD8+ T κύτταρα που εκφράζουν την IFN-γ
συμβάλλουν στη Th1 πόλωση που παρατηρειται στη σαρκοείδωση. Στα ίδια
πλαίσια στους πάσχοντες εμφανίζεται αυξημένη παραγωγή του μεταγραφικού
παράγοντα STAT1, που ρυθμίζει τη διαφοροποίηση των Th1 κυττάρων. (Όταν μπεί η βιβλιογραφία να αλλαχθεί η σειρά
αυτών των ιντερλευκινών για να μη μοιάζει με το αρχικό κείμενο).
Αντίθετα οι ιντερλευκίνες IL-4 και IL-5 των Th2
κυττάρων υποεκκρίνονται. Ομοίως
υποεκκρίνονται στον τόπο της φλεγμονής οι περισσότερες χημειοκίνες και οι
υποδοχείς χημειοκινών που σχετίζονται με την Th2 άνοση απόκριση. Εξαίρεση, τουλάχιστον για μια υποομάδα
ασθενών, αποτελεί η IL-13 που επίσης παράγεται από τα Th2 T λεμφοκύτταρα.
Ο ρόλος των Th17 στη σαρκοείδωση παραμένει
αδιευκρίνιστος. Έχει αναφερθεί από
ορισμένους συγγραφείς ότι, εκτός από την Th1 πόλωση, τα CD4+ κύτταρα του
βρογχοκυψελιδικού εκπλύματος παρουσίαζαν χαρακτηριστικά συμβατά με Th17 πόλωση και
πιθανόν τα Th17 Τ κύτταρα
συμμετέχουν στο σχηματισμό κοκκιωμάτων. Αντίθετα
σε άλλη εργασία βρέθηκε μειωμένη έκφραση του mRNA της IL-17A στα CD4+
βρογχοκυψελιδικά κύτταρα σε πάσχοντες από σαρκοείδωση σε σχέση με φυφυσιολογικούς
μάρτυρες. Γενικά όλα τα ως σήμερα γνωστά εργαστηριακά
ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι η σαρκοείδωση είναι νόσημα που
χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από Th1 πόλωση.
Επί πλέον οι κλινικές παρατηρήσεις ενισχύουν την
άποψη ότι η Th1 πόλωση είναι τυπικό και παθογενετικό γνώρισμα της
σαρκοείδωσης. Η θεραπευτική χρήση
βιολογικών παραγόντων που ενισχύουν την Th1 απόκριση, όπως οι IFN-α, IFN-γ
και IL-2 σχετίζεται με αυξημένη επίπτωση πρωτοεμφανιζόμενης ή
υποτροπιάζουσας σαρκοείδωσης. Το ίδιο
έχει παρατηρηθεί με την αποκατάσταση της ανοσίας μετά από χορήγηση εντατικής
αντιρετροϊκής θεραπείας (HAART). Τέλος η
συσχέτιση της σαρκοείδωσης με την 5q-μυελοδυσπλασία με εξάλειψη γονιδίων που
κωδικοποιούν Th2 κυτταροκίνες, όπως η IL-4, ενισχύουν τη σημασία της Th1
πόλωσης στην παθογένεια της σαρκοείδωσης.
Ρόλος του TNF
Ο παράγων νέκρωσης όγκων (TNF) έίναι γνωστός
μεσολαβητής σχηματισμού κοκκιωμάτων.
Κύτταρα από πνεύμονα ασθενών με σοβαρή ή προϊούσα σαρκοείδωση
απελευθερώνουν ex vivo μεγαλύτερες
ποσότητες TNF σε σχέση με ασθενείς στους οποίους η νόσοςείναι ανενεργός. Θεραπεία με αναστολείς του TNF σε πάσχοντες
από σαρκοείδωση είχε ως αποτέλεσμα βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας και
υποχώρηση των εξωπνευμονικών εκδηλώσεων, γεγονός που τεκμηριώνει τη σημασία
αυτής της κυτταροκίνης στην παθογένεια της νόσου. Αντίθετα άλλες προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες, όπως η IL-1, o MIF
και η IL-6, αν και υπερεκκρίνονται, δεν έχουν ξεκάθαρα ενοχοποιηθεί στην
παθογένεια της σαρκοείδωσης.
Παράλληλα με την υπερέκκριση προφλεγμονωδών
κυτταροκινών σε πάσχοντες από σαρκοείδωση παρατηρείται υπερπαραγωγή από τα
κύτταρα του πνεύμονα μεταγραφικών παραγόντων της οικογένειας NFκΒ. Αντίθετα υπάρχει ελαττωμένη παραγωγή του
αντιφλεγμονώδους μεταγραφικού παράγοντα PPAR-γ.
Ανοσορρυθμιστικά κύτταρα
Τα Τ ρυθμιστικά κύτταρα (Treg) περιορίζουν την άνοση
απόκριση καταστέλλοντας τη λειτουργία τόσο των υπεύθυνων παρουσίασης
αντιγόνου κυττάρων όσο και των τελικών Effector T κυττάρων.
Μια ομάδα αυτών των φυσικά υπαρχόντων κυττάρων είναι FoxP3 θετικά
καταστέλλουν την παραγωγή προφλεγμονωδών κυτταροκινών και αναστέλλουν το
σχηματισμό κοκκιωμάτων in
vitro.
(να βάλω βιβλιογραφια ιδεα μεδικαλ νιουσλεττερ)
Σε ασθενείς με σαρκοείδωση βρέθηκε ότι είναι
ελαττωμένος ο αριθμός των FoXP3+ Treg κυττάρων αλλά και η έκφραση του FoXP3
των Τ κυττάρων ειδικά αυτών που απομονώνονται σε υλικό από πνεύμονα. Τα ευρήματα αυτά συνηγορούν στην άποψη ότι
η σαρκοείδωση συνοδεύεται από ανεπάρκεια της φυσικής ανοσορρυθμιστικής
λειτουργίας, αλλά εξακολουθεί να παραμένει αβέβαιο αν αυτή η ανεπάρκεια
παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της σαρκοειδικής φλεγμονής.
Το αγγειοδραστικό εντερικό πεπτίδιο (VIP) είναι
μια πεπτιδική ορμόνη με γνωστή ανοσορρυθμιστική δράση στις χρόνιες
φλεγμονές. Η χορήγηση εισπνοών VIP σε
ασθενείς με σαρκοείδωση οδήγησε σε βαθμιαία αύξηση του αριθμού των CD4+CD127-CD25+
Treg κυττάρων και σε ελάττωση της παραγωγής TNF από τα κύτταρα του
πνεύμονα. Εξ άλλου πειραματικές
μελέτες απέδειξαν την ιδιότητα του VIP να μετατρέπει in vitro τα άωρα CD4+CD25- T
κύτταρα σε CD4+CD25+FoxP3+ Treg κύτταρα.
Οι μελέτες αυτές οδήγησαν τους Prasse et al να προτείνουν την εισπνοή
VIP ως μέθοδο θεραπείας πνευμονικών νοσημάτων ανοσολογικής αιτιολογίας μεταξύ
των οποίων και της σαρκοείδωσης.
Σε μια ομάδα ασθενών με σαρκοείδωση χωρίς
σύνδρομο Löfgen βρέθηκε ελαττωμένος αριθμός NK T κυττάρων στο αίμα, τους λεμφαδένες και τον
πνευμονικό ιστό. Το αποτέλεσμα
οδήγησε τους συγγραφείς να διατυπώσουν την άποψη ότι η ανεπάρκεια ΝΚ Τ
κυττάρων συμβάλλει στην εμφάνιση χρόνιας ενεργού φυματίωσης.
Συμφυής ανοσία
Ο ρόλος της συμφυούς ανοσίας στην παθογένεια της
σαρκοείδωσης έχει ελάχιστα μελετηθεί
με εξαίρεση την ούτως καλούμενη κατάσταση πρώτης απόκρισης (first-responder
status) της συμφυούς
άνοσης απόκρισης στην κάκωση ή τη λοίμωξη και τη λειτουργία της ρύθμισης της προσαρμοζόμενης
ανοσίας. Υπάρχει η άποψη πως τα
δενδριτικά κύτταρα παίζουν κεντρικό ρόλο στην παθογένεια της σαρκοείδωσης
αλλά τα υπάρχοντα στοιχεία που στηρίζουν αυτή την ιδέα είναι περιορισμένα. Υπάρχουν αρκετές μελέτες που δείχνουν πως οι
υποδοχείς TLR εμπλέκονται στη ρύθμιση της συμφυούς άνοσης απόκρισης σε
ασθενείς με σαρκοείδωση. Σε μια
μελέτη βρέθηκε πως ο πολυμορφισμός των TLR2 συνδέεται με αυξημένη έκφραση των
προφλεγμονωδών κυτταροκινών TNF, IL-12 και IL-6 στα μονοκύτταρα του αίματος
ασθενών με σαρκοείδωση. Σε άλλη
εργασία οι συγγραφείς του άρθρου βρήκαν ότι η διέγερση των TLR2 με αμυλοειδές Α
του ορού (SAA) προάγει την παραγωγή TNF.
Αν και αρκετές μελέτες δείχνουν πως η συμφυής
άνοση απόκριση έχει κρίσιμη θέση στην ανοσοπαθογένεια της σαρκοείδωσης, οι
μηχανισμοί δεν έχουν σαφώς διευκρινιστεί.
Μηχανισμοί της ίνωσης
Το δυσάρεστο κλινικό αποτέλεσμα της
κοκκιωματώδους φλεγμονής στη σαρκοείδωση είναι ότι καταλήγει σε ίνωση του πνεύμονα, της καρδιάς
και του ήπατος. Οι μηχανισμοί που συμβάλλουν
στην ινωτική κατάληξη δεν είναι, αν μάλιστα
λάβουμε υπόψη πως η IFN-γ που
απελευθερώνεται στα σημεία της κοκκιωματώδους φλεγμονής, δρα ανασταλτικά στον
πολλαπλασιασμό των ινοβλαστών και την εναπόθεση διάμεσης θεμέλιας ουσίας (κολλαγόνου). Αντίθετα άλλες κυτταροκίνες όπως οι TGF-β,
IGF-1 και μεταλλοπρωτεϊνάσες που εκκρίνονται στα σημεία σαρκοειδικής
φλεγμονής επάγουν την ινωτική διεργασία. Υπάρχουν ενδείξεις πως σε ασθενείς με ίνωση από σαρκοείδωση τα κυψελιδικά μακροφάγα εκφράζουν ένα εναλλακτικό
Μ2 φαινότυπο που χαρακτηρίζεται από αυξημένη έκκριση χημειοκινών, όπως η
CCL-18, που προάγει την αναδιαμόρφωση των αεραγωγών ευνοώντας την ίνωση (εδώ να βάλω βιβλιογραφία από το ιδεα μεδικαλ).
Με δεδομένο την έλλειψη Th2 κυττάρων που εκφράζουν την IL-4,
έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ίσως οι ιντερλευκίνες
IL-10 και IL-13 προάγουν τη διαφοροποίηση των μακροφάγων σε προϊνωτικό φαινότυπο.
Είναι φανερό ότι πρέπει να
εντατικοποιηθεί η έρευνα όσον
αφορά στους σημαντικούς μηχανισμούς ίνωσης στη σαρκοείδωση ώστε να
προληφθεί η τελική ίνωση.
Summary
Laboratory
diagnosis of Lyme disease. Urania Spyrakou-PapakonstantinouImmunology of sarcoidosis. Anthony
Papaconstantinou
SLyme disease is an infection
caused by Borrelia bacteria, which is transmitted by a tick bite. Laboratory diagnosis today is primarily based on
the detection of specific antibodies by ELISA and immunoblotting, methods of
relatively low sensitivity. Newer
improved diagnostic techniques are in Europe the lymphocyte stimulation test LTT-MELISA and in the US
the next generation sequencing (NGS).
arcoidosis is a multisystem
inflammatory disease characterized by noncaseating granulomas. The disease most commonly affects
the lungs, lymph nodes, eyes and skin.
Immunologic
hallmarks of the disease include highly
polarized expression of cytokines produced by Th1 cells and TNF at sites of inflammation. By contrast cytokines released by Th2
cells are downregulated. The role of Treg cells as well as innate
immune mechanisms remains uncertain. Finally, mMore research effort is necessary to define the
mechanisms of fibrosis in sarcoidosisa.
Περίληψη
Η σαρκοείδωση είναι
πολυσυστηματική φλεγμονώδης νόσος, που χαρακτηρίζεται από σχηματισμό
κοκκιωμάτων χωρίς κεντρική τυροειδοποίηση.
Η νόσος προσβάλλει συχνότερα τους πνεύμονες, τους λεμφαδένες, τους
οφθαλμούς και το δέρμα. Στα ιδιαίτερα
ανοσολογικά χαρακτηριστικά της νόσου
περιλαμβάνεται η έντονη πόλωση στην παραγωγή κυτταροκινών των Th1 κυττάρων
και TNF στα σημεία της φλεγμονής.
Αντίθετα είναι μειωμένες οι κυτταροκίνες που απελευθερώνονται από τα
Th2
Βιβλιογραφία
Chabria SB,
Lawrason J Altered mental status, an unusual manifestation
of early disseminated Lyme disease: A case report J Med Case
Reports 2007; 1:62.
(Full text)
Dandache P,
Nadelman RB Erythema migrans in: Infectious
Disease Clinics of North America, 2008 22 (2):
235–60, vi doi:10.1016/j.idc.2007.12.012. PMID 18452799
Δίζα-Ματαυτσή Ε. B. burgdorferi – Lyme μπορρελίωση
στο: Ιατρική Μικροβιολογία,1999 τόμος Β,
σελ. 230-32, Πασχαλίδης,
Αθήνα.
Halperin
JJ Nervous system Lyme disease in: Infectious
Disease Clinics of North America
2008, 22(2): 261–74, vi.
doi:10.1016/j.idc.2007.12.009. PMID 18452800
Sleigh A.
Lyme disease diagnosis: waiting for the next gold standard. Clinical
Laboratory International 2018,
42(9):3.
Valentine-Thon
E, Ilsemann K, Sandkamp M. A novel
lymphocyte transformation test (LTT-MELISA) for Lyme borreliosis. Diagn Microbiol
Infect Dis 2007,
57(1):27-34 (Abstract)
Van
de Kamer JH, ten Bokkel Huinink H, Weijers HA. Rapid method for the
determination of fat in feces. J Biol Chem. 1949, 177:347-355.
Walters MP,
Kelleher J, Gilbert J, Littlewood JM. Clinical monitoring of steatorrhea in
cystic fibrosis. Arch Dis
Child 1990,
65:99-102 (Full text)
► Επιστροφή στην πρώτη σελίδα του IDEA Medical
Newsletter
|